-
1 έκκληση
[-ις (-εως)] η1) призыв; взывание, обращение с мольбой;2) воззвание;3) юр. апелляция; кассация -
2 воззвание
воззвание с η έκκληση' обратиться с \воззванием απευθύνω (или κάνω) έκκληση* * *сη έκκλησηобрати́ться с воззва́нием — απευθύνω ( или κάνω) έκκληση
-
3 обращаться
обращаться 1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι* \обращаться с просьбой απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση' \обращаться за помощью к кому-л. ζητώ βοήθεια από κάποιον \обращаться κ врачу αποτείνομαι στο γιατρό· \обращаться с призывом κάνω έκκληση 2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι 3) (с чём-л.) μεταχειρίζομαι* * *1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαιобраща́ться с про́сьбой — απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση
обраща́ться за по́мощью к кому́-л. — ζητώ βοήθεια από κάποιον
обраща́ться к врачу́ — αποτείνομαι στο γιατρό
обраща́ться с призы́вом — κάνω έκκληση
2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι3) (с чем-л.) μεταχειρίζομαι -
4 appeal
[ə:pi:l] 1. verb1) ((often with to) to ask earnestly for something: She appealed (to him) for help.) κάνω έκκληση2) (to take a case one has lost to a higher court etc; to ask (a referee, judge etc) for a new decision: He appealed against a three-year sentence.) κάνω έφεση3) ((with to) to be pleasing: This place appeals to me.) αρέσω2. noun1) ((the act of making) a request (for help, a decision etc): The appeal raised $500 for charity; a last appeal for help; The judge rejected his appeal.) έκκληση, έφεση2) (attraction: Music holds little appeal for me.) γοητεία• -
5 взывать
взыватьнесов (о чем-л. к кому-л.) κάνω ἔκκληση, ἐπικαλούμαι:\взывать о помощи καλώ σέ βοήθεια, ζητώ βοήθεια, ἐπικαλούμαι τή βοήθεια. -
6 кликать
кликатьнесов, кликнуть сов разг καλῶ, φωνάζω / προσκαλώ (подзывать):кликнуть клич κάνω ἔκκληση. -
7 plead
[pli:d]past tense, past participles - pleaded; verb1) ((of a prisoner) to answer a charge, saying whether one is guilty or not: `How does the prisoner plead?' `He pleads guilty.') απαντώ στο κατηγορητήριο/παραδέχομαι/αρνούμαι την ενοχή μου2) (to present a case in court: My lawyer will plead my case; My lawyer will plead for me.) υπερασπίζω3) ((often with with) to make an urgent request: He pleaded with me not to go; He pleaded to be allowed to go.) κάνω έκκληση,εκλιπαρώ -
8 воззвать
-зову, -зовёшь, παρλθ. χρ. воззвал, -ла, ло ρ.σ. με δοτ. απευθύνομαι, κάνω έκκληση, επικαλούμαι. -
9 клич
-а α.κλήση, κάλεσμα• αναφώνηση.кликнуть клич κάνω (απευθύνω) έκκληση.
См. также в других словарях:
επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… … Dictionary of Greek
κατακαλώ — κατακαλῶ, έω (Α) 1. προσκαλώ 2. ανακαλώ 3. κάνω έκκληση 4. παθ. κατακαλοῡμαι, έομαι επικαλούμαι τους θεούς … Dictionary of Greek
επικαλούμαι — επικαλέστηκα, επικαλεσμένος, μτβ. 1. επονομάζομαι: Νικόλαος Πλαστήρας, ο επικαλούμενος Μαύρος Καβαλάρης. 2. κάνω έκκληση, προσκαλώ κάποιον σε βοήθειά μου: Επικαλούμαι το Χριστό. 3. προβάλλω κάτι για όφελός μου, καταφεύγω σε κάτι για υπεράσπισή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεκκαλούμαι — ( έομαι) κάνω έντονη έκκληση … Dictionary of Greek